- αχρωματικός
- και αχρωστικός, -ή, -ό1. ο σχετικός με τον αχρωματισμό2. λέγεται για οπτικό σύστημα που καταργεί τη χρωματική εκτροπή του φωτός εξαιτίας της οποίας τα άκρα των ειδώλων των αντικειμένων εμφανίζονται έγχρωμα («αχρωματικό πρίσμα», «αχρωματικός φακός»).
Dictionary of Greek. 2013.